- νεωποιικός
- νεω-ποιικός, ή, όν,A relating to νεωποῖαι, in [dialect] Dor. form [full] νᾱοποϊκός,
νόμος IG7.3073.88
(Lebad.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόμος IG7.3073.88
(Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεωποιικός — νεωποιϊκός και δωρ. τ. ναοποιϊκός ή ναοποϊκός, ή, όν (Α) [νεωποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεοποιούς, στους υπαλλήλους τών μικρασιατικών πόλεων που είχαν ως καθήκον την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («νεωποιϊκός νόμος», επιγρ.) … Dictionary of Greek
ναοποϊκός — ή ναοποιϊκός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποιικός … Dictionary of Greek